γλυκός — ιά, ό και γλυκύ και γλυκί (AM γλυκύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει γλυκιά γεύση ή γλυκιά, ευχάριστη μυρωδιά («γλυκό κρασί», «γλυκὺ νέκταρ» «γλυκὸς οἷνος», «γλυκιά ευωδιά») 2. (για νερό) πόσιμο (αντίθ. πικρό ή αλμυρό) 3. εκείνος που δίνει ευχαρίστηση … Dictionary of Greek
ντόλτσε — και ντολτσίσιμο 1. επίρρ. μουσ. με γλυκιά, με γλυκύτατη ρυθμική αγωγή 2. φρ. «ντόλτσε βίτα» γλυκιά ζωή, καλοπέραση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ντόλτσε < ιταλ. dolce «γλυκός» < λατ. dulcis «γλυκός» Ο τ. ντολτσίσιμο < ιταλ. dolcissimo (υπερθετικός τού… … Dictionary of Greek
άγλυκος — και ανάγλυκος, η, ο [γλυκός] 1. αυτός που δεν είναι αρκετά γλυκός ή δεν είναι καθόλου γλυκός 2. άνοστος, αηδιαστικός … Dictionary of Greek
αδευκής — ἀδευκής, ές (Α) 1. ο μη γλυκός, δηλ. ο πικρός, ο οδυνηρός, ο σκληρός 2. απρόβλεπτος, απροσδόκητος, απρόσμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., όπως αβέβαιη είναι γενικά και η σημασία του. Η σημ. «μη γλυκός, πικρός» οδηγεί σε ετυμολ. από ἀ στερητ. +… … Dictionary of Greek
ανάγλυκος — η, ο 1. ο λίγο γλυκός, υπόγλυκος, άγλυκος 2. αυτός που περιέχει πολύ νερό, νερουλός 3. ο επιτηδευμένα και άχαρα γλυκός στους τρόπους, άνοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γλυκός. ΠΑΡ. αναγλυκώνω] … Dictionary of Greek
γλυκερός — ή, ό (AM γλυκερός, ά, όν) 1. γλυκός, ευχάριστος στη γεύση 2. (για δέντρα) αυτός που κάνει γλυκούς, εύγευστους καρπούς 3. εκείνος που προκαλεί ευχαρίστηση, ο τερπνός (α. «γλυκεραῑς εὐναῑς», Πίνδ. β. «γλυκερή λιγοθυμιά», Κρυστάλλης) 4. ο ποθητός (α … Dictionary of Greek
ηδύς — εία, ύ (Α ἡδύς, δωρ. τ. ἁδύς, εῑα, ύ, στον Όμ. το θηλ. και ἡδύς [μόνο μία φορά], ιων. θηλ. ἡδέα, δωρ. θηλ. ἁδέα) 1. γλυκός, ευχάριστος στις αισθήσεις, κυρίως στη γεύση, στην όσφρηση και στην ακοή («ἡδύ δεῑπνον», Ομ. Οδ.) 2. (κατ επέκτ. και για… … Dictionary of Greek
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
γλυκάζω — (AM γλυκάζω) [γλυκύς] δίνω σε κάτι γλυκιά γεύση μσν. νεοελλ. 1. παρέχω σε κάποιον αίσθημα γλυκύτητας 2. έχω γλυκιά γεύση, είμαι γλυκός 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) γλυκασμένος, η, ο γλυκός, ήπιος … Dictionary of Greek
γλυκαίνω — (AM γλυκαίνω) Ι. 1. καθιστώ κάτι γλυκό 2. προξενώ το αίσθημα τής γλυκύτητας 3. γίνομαι γλυκός 4. μαγεύω γοητεύω μσν. νεοελλ. 1. ευφραίνω, προξενώ ευχαρίστηση 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω («γλυκαίνω τον πόνο») 3. δίνω σε κάποιον χαρά 4. γίνομαι ήπιος … Dictionary of Greek